Κι αν τελικά δεν σου αρέσει πραγματικά το ποδόσφαιρο;
Έφτασε για μια ακόμα χρονιά αυτή η περίοδος που κάτι άσχημο
έχει συμβεί και όλη η χώρα είναι απογοητευμένη με το Ελληνικό
ποδόσφαιρο. Οπουδήποτε κι αν κοιτάξεις στο Ελληνικό ίντερνετ η
αγανάκτηση κάνει πάρτι, έτοιμη να χυθεί από τις οθόνες και να μας πνίξει όλους.
Οι οπαδοί έχουν αγανακτήσει, οι δημοσιογράφοι έχουν αγανακτήσει, οι άνθρωποι
των ομάδων έχουν αγανακτήσει, η κυβέρνηση έχει αγανακτήσει, οι απλοί φίλαθλοι
έχουν αγανακτήσει, ακόμα και άνθρωποι που δεν ξέρουν με πόσους παίκτες παίζεται
ένα ματς έχουν αγανακτήσει. Οι περισσότεροι θέλουν κάποιος να
τιμωρηθεί άσχημα για παραδειγματισμό, αρκεί βέβαια να μην είναι κάποιος από
τους ‘δικούς’ τους.
Η πείρα του παρελθόντος μας έχει διδάξει ότι μετά τη φάση της
αγανάκτησης, που συνοδεύεται συνήθως από αμέτρητες απόψεις και προτάσεις
(πολλές εκ των οποίων είναι φυσικά σωστές και λογικές και με μεγάλη αποδοχή από
τον κόσμο, ο οποίος τις γουστάρει όσο είναι ιδέες που μπορείς απλά να τις κάνει
like και να νιώσεις προοδευτικός και ανοιχτόμυαλος, αλλά αρχίζει να
δυσανασχετεί μαζί τους σε περίπτωση που αντιληφθεί ότι μπορεί και να γίνουν
πράξη και, για παράδειγμα, να μείνει η ομαδάρα του εκτός Ευρωπαϊκών
διοργανώσεων τα επόμενα χρόνια) ακολουθεί η φάση του συμβιβασμού κατά την οποία
όλοι διαπιστώνουν ότι δεν πρόκειται να γίνει σχεδόν τίποτα απ’ όσα προτάθηκαν
και ακούστηκαν και η φυσική κατάληξη είναι πάντα η φάση της αποδοχής, που
όλα μπαίνουν κάτω από το χαλάκι μέχρι το επόμενο άσχημο συμβάν που θα μας…
σοκάρει όλους.
Συνήθως κατά τη διάρκεια της φάσης της αποδοχής απλοί οπαδοί
και δημοσιογράφοι, ο καθένας από το δικό του βήμα, τονίζουν ότι η αδυναμία
υλοποίησης οποιουδήποτε σχεδίου αλλαγής βαραίνει αποκλειστικά και μόνο τους
ανίκανους και ανάξιους υπευθύνους της χώρας και του ποδοσφαίρου μας που για
δικούς τους λόγους ο καθένας, προτιμούν να συντηρούν αυτή την κατάσταση από το
να βάλουν τα χέρια τους στη φωτιά και να προσπαθήσουν να τη διορθώσουν. Με
δεδομένη τη ρήση «το ψάρι βρωμάει από το κεφάλι», είναι εύκολο να αντιληφθεί
κανείς ότι σε ένα μεγάλο βαθμό έχουν δίκαιο.
Κι έτσι απλά η ζωή συνεχίζεται…
Λίγους μήνες πριν σε αγώνα για το Ισπανικό πρωτάθλημα, η Ρεάλ
κέρδισε με 8-2 μέσα στην έδρα της Ντεπορτίβο. Μεγάλο αθλητικό πόρταλ
της χώρας μετέφερε την είδηση αυτή στους Έλληνες φιλάθλους με τον περιγραφικό
τίτλο «Βιασμός στο Ριαθόρ»! Κάποιος βίασε κάποιον άλλον, σε ένα ποδοσφαιρικό
παιχνίδι κάπου στην δυτική Ισπανία. Φυσικά οι λέξεις σε ένα πόρταλ δεν κάνουν
κακό σε κανέναν, είναι ακίνδυνες, δεν πετάνε φωτοβολίδες, ούτε παίζουν ξύλο,
ούτε καν έχουν την ίδια βαρύτητα με ένα μπινελίκι ενός προέδρου σε
ένα Δ.Σ. της Σούπερ Λιγκ. Και φυσικά δεν κυριολεκτεί ο συντάκτης, κανένας
δεν βίασε κανέναν, χαβαλέ κάνουμε, μια κουταλιά υπερβολής για να γίνει πιο
βαρύγδουπος ο τίτλος, να πατήσει κανένας άνθρωπος παραπάνω το λινκ. Η
υπεράσπιση είναι εύκολη: «Όλη η χώρα, μαζί με το πρωτάθλημα μας, είναι ένα
μπουρδέλο, η λεξούλα σε ένα τίτλο σε πείραξε;»
Αρκετούς μήνες πριν απ’ αυτό, στο τέλος ενός Ρεάλ-Μπαρτσελόνα
που μας είχε προσφέρει μερικές εντυπωσιακές στιγμές από αυτές που συναντάς
μόνο σε πολύ υψηλά επίπεδα τέχνης, κάθομαι και χαζεύω τις αντιδράσεις των
Ελλήνων στα social media. Ένα μεγάλο μέρος των σχολίων αποτελείται από
μπινελίκια και σεξουαλικές αναφορές! Άνθρωποι που γεννήθηκαν και ζούνε στην
Πολίχνη, το Παγκράτι ή το Ηράκλειο χύνουν ηλεκτρονικά γιατί μια Ισπανική ομάδα
κέρδισε μια άλλη Ισπανική, την ώρα που άλλοι τους στολίζουν με κοσμητικά
επίθετα, υπενθυμίζοντας τους τις φάσεις που θεωρούν ότι ο διαιτητής αδίκησε την
ισπανική τους ομάδα, φάσεις στις οποίες πολλές φορές στέκονται περισσότερο και
από τους πιο σκληροπυρηνικούς, ντόπιους οπαδούς των ομάδων αυτών. Το πανηγύρι
συνεχίζεται φυσικά στα ενημερωτικά πόρταλ με εριστικούς τίτλους, που παλιότερα
συναντούσες μόνο μετά από Ελληνικά ντέρμπι. «Τους κέρασε ο Νειμάρ», «τους
γλέντησε ο Μπέιλ». Κάθε φορά που παρατηρώ κάτι τέτοιο η ίδια
απορία επιστρέφει πάντα στο μυαλό μου: Αρέσει πραγματικά σε κάποιους το
ποδόσφαιρο;
Η απάντηση είναι απλή και δεδομένη, παρ’ όλο που κανένας εκ
των παραπάνω δεν θα την παραδεχθεί ποτέ: Όχι. Στη χώρα των δεκάδων
αθλητικών φυλλάδων και ενημερωτικών πόρταλ, στα οποία έχουν βήμα
αθλητικογράφοι που είναι πιο κάφροι και από τους κάφρους (ναι, των ίδιων
πόρταλ που αυτές τις μέρες έχουν κατακλυστεί από κείμενα αγανάκτησης για την
κατάντια του ποδοσφαίρου μας, κείμενα γραμμένα δίπλα-δίπλα με παλιότερα
εμετικά, καθαρά οπαδικά άρθρα που καμουφλάρονται σαν «δημοσιογραφικά κείμενα
άποψης» και προσελκύουν χιλιάδες θυμωμένα σχόλια που με τη σειρά τους αυξάνουν
την επισκεψιμότητα της σελίδας), στη χώρα που οι
ομάδες (και κατ’ επέκταση και η Εθνική) σπάνια έχουν επιθετικό πλάνο γιατί ο
πρώτος και βασικός στόχος είναι να μην χάσεις, γιατί η ήττα είναι κάτι
παραπάνω από τρεις χαμένοι βαθμοί, στη χώρα στην οποία έχει εισχωρήσει πλέον
στο φίλαθλο DNA της πως η νίκη της ομάδας που υποστηρίζεις είναι σαν να έχεις
ξεφτιλίσει σεξουαλικά εσύ, έστω και μόνο μέσα στο μυαλό σου, τους οπαδούς που
υποστηρίζουν την αντίπαλη, λίγοι ενδιαφέρονται πραγματικά για το ποδόσφαιρο. Τη
νίκη γουστάρουν και αγαπάνε, η νίκη με κάθε τρόπο και μέσο (θεμιτό ή αθέμιτο)
είναι ξεκάθαρα ο στόχος. Και όπως έχει αποδειχτεί αυτό δεν περιορίζεται πλέον
μόνο στη μια και αγαπημένη μας Ελληνική ομάδα και δεν αφορά μόνο
ελάχιστους «καθυστερημένους» που μπορείς εύκολα να αγνοήσεις.
Το συγκεκριμένο ζήτημα δεν εμφανίζεται φυσικά μόνο στην
Ελλάδα. Οι αμέτρητες και απελπιστικά ηλίθιες ηλεκτρονικές κόντρες μεταξύ των
«haters» του Μέσσι και του Κριστιάνο είναι ενδεικτικές του πόσο λανθασμένα
αντιμετωπίζουν πολλοί άνθρωποι το ομορφότερο παιχνίδι του κόσμου. Το γεγονός
όμως ότι στις σοβαρές Ευρωπαϊκές χώρες συναντάται σε πάρα πολύ μικρότερο βαθμό
αρκεί για να μην αποτελεί η πρώτη πρόταση αυτής της παραγράφου δικαιολογία
για να μην το αντιμετωπίσεις, υιοθετώντας απλά την εύκολη λύση του να εστιάσεις
μόνο στους διεφθαρμένους προέδρους, την ανίκανη κυβέρνηση και τους μετρημένους
«ούγκανους», που ψάχνουν ευκαιρία να παίξουν ξύλο στο γήπεδο για μια θέση στο
πάνθεον του συνδέσμου στον οποίο ανήκουν.
Το πρόβλημα του Ελληνικού ποδοσφαίρου είναι τόσο μεγάλο
και τόσο σύνθετο που δεν πρόκειται να λυθεί ακόμα κι αν παρθούν
ριζοσπαστικές και πρωτόγνωρες για τα ελληνικά δεδομένα αποφάσεις που θα
αφορούν τα μεγάλα κεφάλια του χώρου. Το πρόβλημα βρίσκεται πλέον μέσα μας, σε
βαθμό πολύ χειρότερο απ’ ότι μπορούμε να φανταστούμε και απ’ ότι μπορούμε να παραδεχθούμε.

0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου