Μια επιστολή προς τον Άγιο, μέρες που 'ναι...
Άγιε Βασίλη, γεια! Που σε πετυχαίνω;
Είπα, μέρες που ‘ναι, να γράψω σε σένανε κι όχι στον αδερφό μου το Γιώργη, γιατί εν έχω τίποτα κουσέλι να του αραδιάσω, εμιλήσαμε και στο σκάυ. Είναι η δεύτερη φορά, θαρρώ, που σου γράφω, η πρώτη ήτανε σαν επήαινα Τρίτη δημοτικού και δώρο από σένανε δεν είδα, μόνη μου τότε είχα διαλέξει έναν φωτεινό παντογνώστη από το Μινιόν και τρεις κούκλες κουρούπες που είχα, γιατί τις κούρευα, μου τις είχε φέρει ο κύρης μου από τα ταξίδια του.
Στο όμορφο μακρινό νησί μου όλοι λάμπουνε δια της απουσίας τους, σαν τα λαμπάκια τα απατηλά των γιορτών. Άγιοι, άρχοντες, εκκλησία και κράτος, που λέει ο λόγος, γιατί ο δήμαρχος θαρρεί πως είναι εδώ και αργά βαδίζει, με τον σταυρό χέρι χέρι, μα είναι βαρετός αφού δεν έχει τίποτα δείξει και μεταξύ μας ούτε που θα δείξει, για να κάμει τον τόπο καλύτερο. Οι βουλευτές μας, κοιμούντενε νωρίς γιατί θένε να ‘ναι φρέσκοι στη Βουλή, ίμπα και τους ξεφύγει κάνα νομοσκέδιο και δεν το ψηφίσουνε, απ’ αυτά που διατάζει η Ευρώπη και η Τρόικα. Είναι αθρώποι που μας νοιάζονται, λένε μα εμείς νογάμε θαρρώ!
Εσύ, τελικά από που είσαι; Από την Καισάρεια, που λέ και το τραγούδι, εκεί που κάνουνε κι εκείνη την όμορφη πίτα ή είσαι από τη Λαπωνία; Και τι σκέση έχει η Λαπωνία με τη Γιαπωνία; Και τα παιδάκια που εν έχουνε φράγκα οι γονείς τως να ‘ρτουνε να σε δούνε εκεί στο Ροβανιέμι που θα σ’ έβρουνε, κόβεις βότες κι αλλού; Πως δεν έρχεσαι στην πλατεία, να τραβά ο κόσμος σελφις με σένα; Θα είχες πιο μεγάλη επιτυχία από την εικόνα της Παναγίας της Σουμελά, που βγάζανε φωτογραφία ομπρός της μέσα στη Μητρόπολη.
Εσύ, θα ‘σαι πια συνταξιούχος ε; Σου κόψανε το ΕΚΑΣ; Άμα δεν στο κόψανε να κάτσεις εκεί που κάθεσαι και να σου λείπουν τα ταξίδια. Γιατί εδώ οι συνομήλικοι σου έχουνε λαλήσει. Τα φράγκα τους φτάνουν μόνο για την εφορία και τα φάρμακα, το φαί το καταργούνε σιγά σιγά, στα εγγόνια τως το κόψανε το χαρτζιλίκι τους, δίνουνε μόνο την ευχή τους και ήδη φάγανε και τα θαφτικά τως.
Δεν βλέπεις πια χαμογελαστούς αθρώπους. Όλοι προχωρούνε αμίλητοι και σκυθρωποί, στις ουρές στις τράπεζες, στους γιατρούς βλαστημούνε, ξύνουνε τα νύχια τως για καβγά, ο ένας τα βάζει με τον άλλον κι όλοι μαζί με τους πρόσφυγες. Βρίζουνε την κυβέρνηση και σαν έρθει η ώρα να πάνε για ψήφους πάλι μία από τα ίδια θα βγάλουνε. Πρώτη φορά είπανε αριστερά και σέρνουν τον κόσμο στην ακροδεξιά.
Εσύ πληρώνεις τέλη για το έλκηθρο; Είναι τέλος του χρόνου κι έχομε κι αυτά να δίνομε, του κόσμου τα φράγκα για ένα αυτοκίνητο μικρό 16 χρονώ και θάρτει κι η ασφάλεια, θε και λάστιχα καινούρια. Εσύ τυχερούλη δεν έχεις τέτοια έξοδα, ούτε ρόδες, ούτε βενζίνες, άντε κάνα σανό για τα ζα, ε, τσάμπα τη βγάζεις. Δελτία αποστολής κόβεις στις μεταφορές, έχεις λογιστή, η δουλειά σου πως πα; Γιατί εδώ ανοίγουνε πια μόνο μεγάλα μαγαζιά, ξενικές αλυσίδες και κατά πως φαίνεται θένε να τα κλείσουνε όλα τα μικρομάγαζα, από τη μια η φορολογία, από την άλλη τα έξοδα, πόσο να αντέξει ο εμποράκος; Εσύ έχεις ανταγωνισμό; Να έχεις το νου σου γιατί είναι ικανοί να βγάλουνε κι άλλους άγιους βασίληδες με ηλεκτροκίνητα έλκηθρα, στα τρία γράμματα το τέταρτο δώρο, να κάνουνε προσφορές στα γραμματόσημα, να βάλουνε λαϊκές τραγουδίστριες να διαφημίζουν τους δικούς τους άγιους και πάει λέγοντας. Ένα σου λέω κι άκου τη συμβουλή μου, άμα ανοιχτεί κι η δικιά σου η δουγειά θα ‘χεις πρόβλημα, θα προσλάβουν άγιους βασίληδες με 300 ευρώ το οχτάωρο, θα τρακέρνεις στον αέρα με άλλα έλκηθρα, θα πλακώνεσαι, θα σ’ ανέβει η πίεση κι άντε να βρεις σειρά για γιατρό σε νοσοκομείο…
Βασιλάκι, εκουράστηκα πολύ να δουλεύω κι όλα να μου τα βουτά το κράτος, μήνας μπαίνει κι ακόμα χρωστώ του προηγούμενου κι όχι μόνο εγώ, όλος ο κόσμος… Και σκληροί που είναι, Άγιε, δε φαντάζεσαι…
Ευτά είχα να σου πω. Δώρα δε θέλω, έχω τους αθρώπους μου και μου φτάνει, όμως χάρες κάνεις, έτσι λένε, εξαφάνισε το λοιπόν όλους τους ανόητους ν’ αδειάσει η χώρα, δώσε μια πατρίδα στους πρόσφυγες, χαρά, ασφάλεια και μόρφωση στα παιδιά όλου του κόσμου, δύναμη στους νέους μπας και κάμουνε μιαν επανάσταση, μιαν ήρεμη αξιοπρεπή ζωή στους μεγαλύτερους. Κάνε τους αθρώπους να τα βάζουν μ’αυτούς που πρέπει κι όχι με τους ανήμπορους, άνοιξε τις καρδιές και τα μυαλά τους, δώσε τους φώτιση.
Φλουρί δεν θέλω να μου ξαναπέσει στη βασιλόπιττα σου, χάλια η χρονιά που πέρασε… Χαιρετίσματα στην κυρία σου, να προσέχεις τους τάρανδους από τους κυνηγούς και μην αφήκεις παιδάκι παραπονεμένο… Καλές γιορτές και μην ξεχνάς το εξαφανιζόλ που είπαμε.
Η Βιτώργια του Καδή, από τα Καταλύματα της Λαγκάδας.
Πηγή: Απλωταριά
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου