Όταν το ήθος ζέχνει...
Μια φορά κι έναν καιρό, ανάμεσα σε δυο ανεμόμυλοι
έστεκε μια επικερδής επιχείρηση παραγωγής πολιτισμού. Οι δουλειές πήγαιναν πολύ
καλά, αφού ο πολιτισμός που παραγόντανε εκεί μέσα αμέσως αγοραζόντανε από τον
πεινασμένο για τέχνη λαό. Ακόμα και την περίοδο της βαθειάς κρίσης της
δεκαετίας του 10 αυτή η επιχείρηση έβγανε τόσα κέρδη που εύκολα χρηματοδοτούσε
μέχρι και κλειστά γήπεδα μπάσκετ και λοιπών αθλοπαιδιών, δίνοντας πόντους σε
κάποιους στη διαδρομή τους για την κατάκτηση της εξουσίας του τόπου.
Εκεί,
λοιπόν, στην ΚαρΔΕρινα
ΠΑμΠ, έτσι λέγονταν το μαγαζί, κάθε τόσο μαζεύονταν ο
Λευτεράκης που του άρεσε να παίζει με τα χώματα και τα νερά. Μάζευε τα χώματα,
τα ανακάτευε με τα νερά κι έφτιαχνε διάφορα ακαταλαβίστικα σχήματα.
Μια
μέρα, εκεί που ‘παιζε απορροφημένος έξω από την ΚαρΔΕρινα ΠΑμΠ , στέκει μπρος του με
σπαθάτη κορμοστασιά ο νωματάρχης του χωριού και με αυστηρή φωνή, στρίβοντας το τσιγκελωτό
μουστάκι του, ρωτά το μικρό Λευτεράκη:
- Τι κανς ισή ιδώ ουρέ;
- Εεεε! Τίποτα… Απάντησε ο Λευτεράκης , να εδώ ανακατεύω
νερό και άμμο και φτιάχνω ανθρώπους, κύριε νωματάρχα, και περνώ την ώρα μου.
Αυτό
επαναλήφθηκε κάμποσες μέρες το ίδιο κι απαράλλακτο. Ο νωματάρχης ρωτούσε κι ο
Λευτεράκης απαντούσε. Πάντα τα ίδια.
Μια
μέρα απ’ τις πολλές, εκεί που μπουσουλούσε το παιδί μέσα στα χώματα και τα
νερά, πάντα έξω από την ΚαρΔΕρινα ΠΑμΠ, έπεσε το χέρι του σε μια κουράδα σκύλου. Χωρίς
να έχει άλλη λύση ο Λευτεράκης ανακάτεψε πάλι το χώμα και το νερό, με τα
λερωμένα χέρια του. Δεν πρόκαμε να τελειώσει τ’ ανακάτωμα και να σου ο
νωματάρχης να τον ρωτά.
- Τι κανς
ισή ιδώ ουρέ;
- Α σήμερα, κύριε νωματάρχα μου, έφτιαξα έναν
χωροφύλακα.
- Κιε πώς του κατάφρες, ουρέ ζουντόβουλο, αυτούνο;
- Ε... να πήρα χώμα, ανακάτεψα με νερό, πρόσθεσα
και λίγη κουράδα και γίνηκε.
Ο
νωματάρχης άλλαξε όλα τα χρώματα της ίριδας, καπνούς έβγανε απ’ τα ρουθούνια
του και το τσιγκελωτό μουστάκι του μαρμάρωσε στα τσιγκέλια του. Καταχέρισε το
Λευτεράκη και τον έκανε μπλε μαρέ, όπως συνήθιζαν εκείνη την εποχή της βαθιάς
κρίσης του 10 όλοι του σιναφιού του.
Την
επόμενη μέρα, ο Λευτεράκης πάλι εκεί, έξω από την ΚαρΔΕρινα ΠΑμΠ, να ανακατεύει χώματα και
νερά. Εκεί κι ο νωματάρχης να ρωτά τα ίδια και τα ίδια λες κι απ’ την απάντηση
που θα ‘παιρνε θα κρινόταν η τύχη ολάκερου του κόσμου:
- Τι κανς
ισή ιδώ ουρέ;
- Α σήμερα. κύριε νωματάρχα μου, έφτιαξα έναν
πυροσβέστη.
- Κιε πώς του κατάφρες, ουρέ ζουντόβουλο, αυτούνο;
- Ε… να πήρα χώμα, ανακάτεψα με νερό, έβαλα κι ένα
τάβλι μέσα αλλά, ευτυχώς, δεν έβαλα κουράδες, γιατί θα γινόταν μπάτσος.
Ο
νωματάρχης ως τρένο σφυριζάμενο με καρβουνιάρη σύρτη, και με το
στομάχι του γεμάτο με τα χρυσά αυγά που είχε φάει για πρωινό, τον εμαύρισε τον
φουκαρά τον Λευτεράκη.
Την
άλλη μέρα ο Λευτεράκης πάλι έξω από την ΚαρΔΕρινα ΠΑμΠ ήταν έτοιμος για όλα. Ο νωματάρχης κι αυτός
εκεί μετά από λίγο πάλι να ρωτά.
- Τι κανς ισή ιδώ ουρέ;
- Κύριε νωματάρχα, να σε ρωτήσω κάτι, πριν σου
απαντήσω;
- Άιντε ρώτα, ουρέ ξυλουφορτουμένο.
- Ποιος σε στέλνει κάθε μέρα εδώ να με ρωτάς τα
ίδια και τα ίδια και ύστερα να μου σπας τα παΐδια;
- Α, μι στέλνε οι ντόπιοι σφυριζάμενοι κυβηρνητικοί, για
να ηλέγχου την ασφάλειια κι να τηρουώ
την ησυχία. Για πέ μου τώρα ισύ…
- Α σήμερα, νωματάρχα μου, σου έχω μία έκπληξη. Έφτιαξα
ειδικά για σένα έναν ντόπιο κυβερνητικό σφυριζάμενο.
- Κιε πώς του κατάφρες, ουρέ ζουντόβουλο, αυτούνο;
- Ε… να, σήμερα δεν πήρα ούτε χώμα ούτε νερό. Έχεσα
μια φρέσκια κουράδα κι έκανα πάνω της εμετό.
Αριστοφάνειος Επάκτιος
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου