Η ζωή του Σαμ...
Του Γιώργου Ανδρεάδη
Ο πατέρας του χάθηκε, πριν αυτός γεννηθεί. Κανείς δε ξέρει που βρίσκεται. Ήταν απ’ αυτούς που κάνουν «ανέξοδα» το κέφι τους, χωρίς να υπολογίζουν τις συνέπειες που θα υποστούν οι άλλοι. Αρσενικά του ενστίκτου, όπως λένε πολλοί. Η μάνα πέθανε κατά τον θηλασμό του. Έμεινε ολομόναχος από βρέφος. Είχε παρέα τη δίδυμη αδερφή του, αλλά, τι να το κάνεις, και για αυτήν η μοίρα επιφύλαξε την ίδια τύχη. Άφαντος πατέρας, πεθαμένη μητέρα. Ίδιες ανεκπλήρωτες ανάγκες για μια απαιτητική ζωή.
Ευτυχώς, βρέθηκε μια οικογένεια και περιμάζεψε τα δίδυμα. Σπίτι μικρό αλλά ζεστό, με πλούσια συναισθήματα και διάθεση για προσφορά. Ο μικρός και η μικρή έπιασαν το γυαλί με την πιπίλα και κατάφεραν να σταθούν στα πόδια τους με το βιομηχανικό γάλα.
Από τη μια είχαν τη φροντίδα που έπρεπε, αλλά από την άλλη οι γονείς είναι αναντικατάστατοι. Έτσι, καθώς η ανάδοχη οικογένεια δεν είχε τη γνώση που είχε ανάγκη η ανατροφή τους, ως νέοι γονείς δεν μπόρεσαν να διδάξουν στα διδυμάκια ούτε την τέχνη του κυνηγιού αλλά πολύ περισσότερο ούτε την τέχνη της αποφυγής του κινδύνου.
Μεγάλωναν με την ώρα και μοιραζόντουσαν τα πάντα. Φαγητό, κρεβάτι παιχνίδι, πειράγματα και φυσικά ως αχώριστα αδέρφια κάνανε τις σκανδαλιές τους πάντα μαζί. Άλλες φορές μπροστάρης αυτός, τις περισσότερες αυτή. Όταν έβλεπες τον έναν απ’ τους δυο, ήξερες ότι κάπου εκεί κοντά θα είναι και ο άλλος.
Ήταν δεν ήταν 3 χρονών, όταν αποφάσισαν να μπουν λαθραία στο αγροτικό που ήρθε για να φορτωθούν τα κομμένα αγριόχορτα από το περιβόλι. Εκείνο το απόγευμα οι θετοί γονείς είχαν κατεβεί στην πόλη για δουλειές. Χώθηκαν στις μπάλες και ξεκίνησε η περιπέτεια. Τα αδέρφια στο δρόμο τρόμαξαν, δεν είχαν ξαναμπεί σε αυτοκίνητο, ίσως από την ταχύτητα, ίσως από το θόρυβο του αέρα που λυσσομανούσε πάνω στις μπάλες από τα αγριόχορτα, ίσως από τη φασαρία του δρόμου και την άγνωστη εμπειρία από την απομάκρυνση του οικείου; Ποιος ξέρει; Πάντως τρόμαξαν πολύ και πάνω στον πανικό τους επέλεξαν να δράσουν διαφορετικά. Αυτή η διαφορετική επιλογή οδήγησε τα αδέρφια, για πρώτη φορά στη μικρή ζωή τους, στο χωρισμό. Η μικρή πήδηξε από την καρότσα του αγροτικού και ο μικρός, μονάχος πια, πιάστηκε ακόμα πιο γερά από τα αγριόχορτα.
Όταν επέστεψαν στο σπίτι οι γονείς πρόσεξαν αμέσως την έλλειψη. Πιο πολύ η μάνα, ο πατέρας υπέθεσε ότι κάπου πάλι θα παίζουν μέσα στο περιβόλι. Η ανησυχία έφερε το ψάξιμο, το ψάξιμο περισσότερη ανησυχία, η περισσότερη ανησυχία τους γείτονες και τέλος οι γείτονες την πληροφορία για το αγροτικό που μάζεψε τις μπάλες με τα αγριόχορτα.
Αυτή η διαφορετική επιλογή των διδύμων που τα χώρισε, για πρώτη φορά στη ζωή τους, έμελε να είναι και η τελευταία. Από τότε ο μικρός όλα τα έκανε μόνος, τα παιχνίδια, το φαγητό, τον ύπνο. Κάποιες αλλαγές θαρρείς ότι ήταν εμφανείς. Σα να σοβάρεψε λίγο απότομα, έλεγε ο πατέρας, δεν τρώει με την ίδια όρεξη, έλεγε η μάνα.
Τα χρόνια που πέρασαν τον οδήγησαν στην ερωτική αναζήτηση. Ως ενήλικας πια έφευγε από το σπίτι, χωρίς να δίνει λογαριασμό, προς αναζήτηση του ωραίου φύλλου. Αυτή η αναζήτηση θαρρείς πως περιόρισε όλες τις άλλες ανάγκες για φαγητό, για ύπνο, για χουζούρεμα.
Οι γονείς ανησυχούσαν κάθε φορά που άδειαζε το σπίτι απ’ αυτόν, αλλά δεν μπορούσαν να κάνουν και πολλά. Η ελευθερία του να κάνει τις επιλογές του, αναλαμβάνοντας ο ίδιος το ρίσκο, ήταν αδιαπραγμάτευτη.
Στην αρχή έφευγε καθημερινά, αλλά πάντα γύριζε στο σπίτι εξουθενωμένος για λίγο φαγητό και λίγο ύπνο και πάλι την επόμενη μέρα το ίδιο. Στη συνέχεια άρχισε να λείπει μέρα, μέρες, βδομάδες… Τελικά επέστρεφε στο σπίτι αλλά ποτέ, όπως έφευγε. Έφευγε κύριος και επέστρεφε με πληγές στα χέρια, στα πόδια στο θώρακα, στο πρόσωπο. Άλλοτε ελαφριές και άλλοτε σοβαρές. Πάντως εκείνο που ήταν εντυπωσιακό ήταν ότι πάντα έφευγε, ανεξάρτητα από τη σοβαρότητα της κατάστασής του. Άλλοτε κουτσός, άλλοτε με σχισμένα αυτιά και μύτη, άλλοτε μονόφθαλμος. Οι γονείς έκαναν ότι μπορούσαν. Τον φρόντιζαν όσο τους άφηνε, έτρωγε και εξαφανιζόταν.
Μια μέρα γύρισε στο σπίτι με κλειστό το αριστερό μάτι. Επιστρατεύτηκαν γιατροί, κολλύρια, αντιβιώσεις. Όταν το μάτι ξανάνοιξε είχε χρώμα άσπρο. Λέει η μάνα «πάει το μάτι του, δε θα ξαναδεί ποτέ. Και τώρα που θα πάει πάλι σ’ αυτές, αν του χαλάσουν και το άλλο μάτι, θα απομείνει και μόνος και τυφλός». Δε βαριέσαι… Στου κουφού την πόρτα όσο θέλεις βρόντα. Σε μερικούς μήνες το μάτι άνοιξε διάπλατα και καθαρό, όπως πριν. Τι να πεις, ο θεός είναι μεγάλος.
Τις τελευταίες βδομάδες δεν πολυβγαίνει, μπορεί και να βαρέθηκε, ποιος ξέρει; Σήμερα μπήκε φουριόζος στην κουζίνα, έφαγε ένα γενναίο κομμάτι παστίτσιο και μετά ξάπλωσε φαρδύς πλατύς πάνω στη ζεστή φλοκάτη. Ο πατέρας τον κοίταξε και η ματιά του κόλλησε καθώς ξυνόταν νωχελικά πάνω στην παντόφλα του. Είχε παχύνει πολύ αλλά όχι άσχημα, είχε θαρρείς δυναμώσει, γεμάτος μύες, υγιέστατος και αψεγάδιαστος. Όλα πέρασαν αστραπή από το μυαλό του πατέρα. Τα κατάφερε τελικά ο Σαμ. Έζησε και ζει τη ζωή του με το παραπάνω. Με τις τσάρκες του, με τις γυναίκες του, με τις γκουρμεδιές του, με τους κινδύνους του, με τα τραύματά του, με τις απώλειές του, με τη μοναξιά του. Αυτές οι σκέψεις τον έκαναν να αναρωτηθεί: «πώς θα ένιωθε άραγε ένας άνθρωπος, αν κατάφερνε να ζήσει τη ζωή του Σαμ»;
Καθώς βούλιαζε μέσα στον μαλακό καναπέ και τις σκέψεις του, βλέποντας χωρίς βλέμμα τηλεόραση, του φάνηκε ότι άκουσε τον Σαμ, μέσα από το γουργουρητό της απόλαυσης του ξυσίματος πάνω στην παντόφλα, να του λέει: «Η ελευθερία, άνθρωπε, είναι ο μοναδικός οδηγός. Στο λέει ένας ευτυχισμένος γάτος».
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου