Η δουλειά είναι δουλεία...;;;
Η δουλειά μας κάνει δούλους
Της L. Susan Brown*
Μια από τις πρώτες ερωτήσεις που κάνουν συχνά οι άνθρωποι στην κοινωνία μας, όταν συστήνονται ο ένας στον άλλο, είναι “με τι ασχολείσαι;” Αυτό είναι κάτι περισσότερο από μια ευγενική κουβέντα — είναι ένδειξη της τεράστιας σημασίας που έχει η δουλειά για τον καθένα μας. Η εργασία, μας δίνει μια θέση στον κόσμο, είναι η ταυτότητά μας, μας καθορίζει και τελικά μας περιορίζει. Παρατήρησε τη ψυχική διάλυση που νιώθουμε όταν χάνουμε τη δουλειά μας, όταν μας απολύουν, όταν αναγκαζόμαστε να συνταξιοδοτηθούμε πριν την ώρα μας ή όταν αποτυγχάνουμε να πάρουμε την δουλειά για την οποία υποβάλαμε μια αίτηση.
Ο άνεργος ορίζεται όχι με θετικούς αλλά με αρνητικούς όρους:
το να είσαι άνεργος σημαίνει ότι δεν έχεις δουλειά. Το να μην βρίσκεσαι στην
δουλειά σημαίνει πως είσαι κοινωνικά και οικονομικά περιθωριοποιημένος. Όταν
στην ερώτηση «με τί ασχολείσαι», εσύ απαντήσεις “δεν ασχολούμαι με τίποτα”,
αυτή είναι σίγουρα μια συναισθηματικά δύσκολη και κοινωνικά απαράδεκτη συνθήκη.
Οι περισσότεροι άνεργοι προτιμούν να αποκριθούν σε μια τέτοια
ερώτηση με ασαφείς απαντήσεις όπως «Περιμένω μια συμφωνία» ή «Έχω δώσει μερικά
βιογραφικά και οι προοπτικές φαίνονται ελπιδοφόρες» παρά να παραδεχτούν
κατηγορηματικά ότι δεν δουλεύουν. Διότι στην κοινωνία μας, το να μην δουλεύεις,
σημαίνει έλλειψη κοινωνικής αξίας — σημαίνει να είσαι ένα τίποτα, γιατί
ακριβώς, αυτό που κάνεις είναι “τίποτα”.
Αυτοί που κάνουν μια δουλειά (και γίνονται όλο και λιγότεροι
καθώς οι οικονομίες μας διαλύονται σιγά σιγά) είναι “κάτι” – είναι δάσκαλοι,
νοσοκόμες, γιατροί, εργάτες εργοστασίων, είναι μηχανικοί, βοηθοί οδοντιάτρων,
προπονητές, βιβλιοθηκονόμοι, γραμματείς, οδηγοί λεωφορείων και ούτω καθεξής.
Έχουν ταυτότητες που ορίζονται από αυτό που κάνουν. Θεωρούνται κανονικά
παραγωγικά μέλη της κοινωνίας μας. Νομικά η εργασία τους θεωρείται ότι
υπόκειται σε μια σύμβαση εργασίας η οποία, εάν και αυτό δεν ορίζεται ρητά στην
έναρξη απασχόλησης, σιωπηρά αποτελεί μια σύναψη σχέσης μεταξύ εργαζομένου και
εργοδότη. Η σύμβαση εργασίας βασίζεται στην ιδέα ότι είναι δυνατό να υπάρξει
μια δίκαιη συναλλαγή μεταξύ ενός εργαζομένου που ανταλλάσσει τις δεξιότητές του
και την εργασία του με τους μισθούς που παρέχει ένας εργοδότης.
Μια τέτοια ιδέα προϋποθέτει ότι οι δεξιότητες και η εργασία
ενός ατόμου δεν είναι σύμφυτα με αυτόν, αλλά αποτελούν μάλλον κάποια ξεχωριστά,
ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του, που μπορούν να θεωρηθούν σαν μια μορφή
ιδιοκτησίας του ατόμου και για αυτό μπορούν να αγοράζονται και να πωλούνται. Η
σύμβαση εργασίας προϋποθέτει ότι ένας μηχανικός ή μια χορεύτρια που κάνει
στριπτίζ, για παράδειγμα, έχουν την ικανότητα να ξεχωρίσουν από τον εαυτό τους
εκείνα τα συγκεκριμένα στοιχεία που απαιτεί ο εργοδότης και στη συνέχεια να
συνάψουν μια συμφωνία μαζί του ώστε να ανταλλάξουν αυτά τα χαρακτηριστικά τους
με χρήματα. Ο μηχανικός πρέπει να είναι σε θέση να πουλάει τις τεχνικές του
δεξιότητες ενώ η χορεύτρια που κάνει στριπτίζ πρέπει να πουλά την σεξουαλική
προκλητικότητα της και, σύμφωνα με το συμβόλαιο εργασίας, και οι δύο κάνουν
αυτό που τους ζητείται χωρίς να πουλήσουν τον εαυτό τους στον εργοδότη ως
άνθρωποι. Οι πολιτικοί επιστήμονες και οι οικονομολόγοι αναφέρονται στα
χαρακτηριστικά μας σαν αυτά να είναι «ιδιοκτησία του εαυτού μας» και μιλούν για
την δυνατότητα που έχει κάποιος να εκχωρεί την εργατική του δύναμη σε κάποιον
άλλο σαν αυτή να είναι μια μορφή ιδιοκτησίας.
Στην κοινωνία μας, λοιπόν, η εργασία ορίζεται ως η πράξη με
την οποία ένας εργαζόμενος παραδίδει την περιουσία του, δηλαδή την εργατική του
δύναμη, σε έναν εργοδότη για μια δίκαιη χρηματική αποζημίωση. Αυτός ο τρόπος
περιγραφής της εργασίας, η θεώρηση της δηλαδή, ως μιας δίκαιης ανταλλαγής
μεταξύ δύο ίσων, κρύβει την πραγματική σχέση μεταξύ εργοδότη και εργαζομένου:
αυτή της κυριαρχίας και της υποταγής. Διότι αν η αλήθεια πίσω από τη σύμβαση
εργασίας ήταν ευρέως γνωστή, οι εργαζόμενοι στην κοινωνία μας θα αρνούνταν να
εργαστούν, επειδή θα έβλεπαν ότι είναι αδύνατο για τα ανθρώπινα άτομα να
διαχωρίσουν την εργατική τους δύναμη από τον ίδιο τον εαυτό τους. Η «ιδιοκτησία
του εαυτού σου» δεν είναι κάτι που μπορείς απλώς να το πουλήσεις σαν να ήταν
ένα ξεχωριστό από εσένα πράγμα. Οι μηχανικοί δεν μπορούν απλώς να αποσπάσουν
από τον εαυτό τους τις συγκεκριμένες δεξιότητες που απαιτεί ένας εργοδότης.
Αυτές οι δεξιότητες αποτελούν μέρος ενός οργανικού συνόλου που δεν μπορεί να
αποδεσμευτεί από ολόκληρο το άτομο. Ομοίως, η ερωτική πρόκληση είναι ένα
εγγενές στοιχείο μιας χορεύτριας στριπτίζ και είναι ακατανόητο πώς ένα τέτοιο
συστατικό, ένα άυλο χαρακτηριστικό, θα μπορούσε να αποκοπεί από τις ίδιες τις
χορεύτριες. Μια χορεύτρια πρέπει να είναι πλήρως συντονισμένη για να χορέψει,
όπως ακριβώς ένας μηχανικός πρέπει να είναι απόλυτα παρών για να δουλέψει. Δεν
μπορούμε απλώς να στείλουμε τις διακριτές μας δεξιότητες να κάνουν τη δουλειά
μας για τον εργοδότη και τους πελάτες. Είτε είσαι μηχανικός, χορεύτρια,
δασκάλα, γραμματέας ή φαρμακοποιός, δεν είναι μόνο οι δεξιότητες μας που
πωλούνται σε έναν εργοδότη, αλλά και η ίδια μας η ύπαρξη. Όταν οι εργαζόμενοι
παραδίδουν στους εργοδότες την εργατική τους δύναμη, σαν αυτή να ήταν
ιδιοκτησία τους, αυτό που πραγματικά συμβαίνει είναι ότι οι εργαζόμενοι πουλούν
τη δική τους αυτοδιάθεση, τη δική τους θέληση, τη δική τους ελευθερία.
Εν ολίγοις, τις ώρες της δουλειάς μας είμαστε δούλοι.
Τι είναι ένας δούλος; Δούλος θεωρείται συνήθως ένα πρόσωπο
που βρίσκεται στην νόμιμη κατοχή κάποιου άλλου και είναι δεσμευμένο στην
απόλυτη υπακοή. Το νομικό ψέμα που δημιουργείται όταν μιλάμε για την ικανότητα
μιας εργαζομένης να πουλήσει την ιδιοκτησία του εαυτού της σε κάποιο άλλο άτομο
χωρίς να αλλοτριώσει τη θέλησή της, μας επιτρέπει να διατηρήσουμε την ψευδή
διάκριση μεταξύ εργάτη και δούλου. Ένας εργάτης πρέπει να εργάζεται με τη δικιά
του θέληση αλλά και σύμφωνα με την θέληση κάποιου άλλου. Ένας εργαζόμενος
πρέπει να υπακούει στο αφεντικό, διαφορετικά θα χάσει τη δουλειά του. Ο έλεγχος
που έχει ο εργοδότης πάνω στον εργαζόμενο στο χώρο εργασίας είναι απόλυτος.
Δεν υπάρχει τελικά καμία διαπραγμάτευση – όλα θα γίνουν με
τον τρόπο του αφεντικού ή αλλιώς αυτός θα σε πετάξει στο δρόμο. Είναι γελοίο να
πιστεύουμε πως μπορούμε να διαχωριστούμε και να πουλήσουμε τον εαυτό μας
διατηρώντας την ανθρώπινη ακεραιότητα μας.
Το να πουλήσει κάποιος την εργατική του δύναμη στην αγορά
σημαίνει να συνάψει μια σχέση υποταγής με τον εργοδότη του — σημαίνει να γίνει
δούλος στον εργοδότη/κύριο. Οι μόνες σημαντικές διαφορές μεταξύ ενός δούλου και
ενός εργάτη είναι ότι ένας εργάτης είναι δούλος μόνο στη δουλειά, ενώ ο δούλος
είναι σκλάβος είκοσι τέσσερις ώρες την ημέρα. Από την άλλη οι δούλοι γνωρίζουν
ότι είναι δούλοι, ενώ οι περισσότεροι εργάτες δεν σκέφτονται τον εαυτό τους με
τέτοιο τρόπο.
“Οι ικανότητες ή η εργατική δύναμη δεν μπορούν να
ενεργοποιηθούν και να χρησιμοποιηθούν χωρίς ο εργαζόμενος να χρησιμοποιήσει τη
θέλησή του, την αντίληψη του και την πείρα του. Η χρήση της εργατικής δύναμης
απαιτεί την παρουσία του «ιδιοκτήτη» της και παραμένει μια απλή δυνατότητα
μέχρι αυτός να ενεργήσει με τον τρόπο που είναι αναγκαίος και ως την στιγμή που
αυτός θα την χρησιμοποιήσει ή θα συμφωνήσει να την ενεργοποιήσει ή θα
εξαναγκαστεί ώστε να ενεργήσει με κάποιον συγκεκριμένο τρόπο. Δηλαδή ο εργάτης
πρέπει να κοπιάσει. Η σύναψη συμβάσεων για τη χρήση εργατικής δύναμης είναι
σπατάλη πόρων εκτός εάν χρησιμοποιηθεί με τον τρόπο που απαιτεί ο νέος
ιδιοκτήτης. Η μυθοπλαστική έννοια «εργατική δύναμη» δεν μπορεί να
χρησιμοποιηθεί με άλλον τρόπο στον κόσμο που ζούμε. Αυτό που περιμένουμε είναι
ο εργάτης να εργάζεται όπως απαιτείται. Η σύμβαση εργασίας πρέπει, επομένως, να
δημιουργεί μια σχέση διοίκησης και υπακοής μεταξύ εργοδότη και εργαζομένου. Εν
ολίγοις, η σύμβαση στην οποία ο εργάτης φέρεται να πουλά την εργατική του
δύναμη είναι μια σύμβαση στην οποία, εφόσον ο ίδιος δεν μπορεί να διαχωριστεί
από τις ικανότητές του, πουλάει σε κάποιον άλλον την εξουσία στη χρήση του
σώματός του και του εαυτού του. Το να αποκτήσεις το δικαίωμα χρήσης κάποιου
άλλου σημαίνει να είσαι ένας (αστός) Κύριος”.
Όροι όπως «Κύριος» και «δούλος» δεν χρησιμοποιούνται συχνά
όταν περιγράφουμε τη σύμβαση εργασίας στις καπιταλιστικές σχέσεις αγοράς.
Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι αυτοί οι όροι δεν ισχύουν. Αποφεύγοντας τέτοιους
όρους και αντίθετα επιμένοντας ότι η σύμβαση εργασίας είναι δίκαιη, αγαθή και
βασίζεται στην ελευθερία του εργαζομένου να πουλήσει την εργατική του δύναμη,
το ίδιο το σύστημα φαίνεται δίκαιο, αγαθό και ελεύθερο. Ένα πρόβλημα με την
εσφαλμένη αναγνώριση της πραγματικής φύσης της σχέσης εργαζομένου/εργοδότη
είναι ότι οι εργαζόμενοι βιώνουν την εργασία ως σκλαβιά την ίδια στιγμή που την
αποδέχονται ιδεολογικά ως κάτι άλλο.
Ανεξάρτητα από το είδος της δουλειάς που κάνει ένας εργαζόμενος,
είτε χειρωνακτική είτε διανοητική, καλοπληρωμένη ή κακοπληρωμένη, η φύση της
σύμβασης εργασίας είναι ότι ο εργαζόμενος πρέπει, τελικά, να υπακούει στον
εργοδότη. Ο εργοδότης έχει πάντα δίκιο. Ο εργαζόμενος ενημερώνεται πώς θα
εργαστεί, πού θα εργαστεί, πότε θα εργαστεί και σε ποιό τομέα ακριβώς θα
εργαστεί. Αυτό ισχύει για καθηγητές πανεπιστημίου και μηχανουργούς, για
δικηγόρους και ταπητοκαθαριστές: όταν είσαι υπάλληλος, χάνεις το δικαίωμά σου
στην αυτοδιάθεση. Αυτή η απώλεια ελευθερίας γίνεται έντονα αισθητή, γι’ αυτό
πολλοί εργαζόμενοι ονειρεύονται να ξεκινήσουν τις δικές τους επιχειρήσεις, να
είναι αφεντικά του εαυτού τους, να είναι αυτοαπασχολούμενοι. Ωστόσο, οι
περισσότεροι δεν θα πραγματοποιήσουν ποτέ τα όνειρά τους και αντ’ αυτού είναι
καταδικασμένοι να πουλήσουν την ψυχή τους για χρήματα. Το όνειρο δεν
εξαφανίζεται, ωστόσο, η ανησυχία, το άγχος, η δυστυχία και το ανούσιο της
δουλειάς τους ροκανίζουν ακόμα και όταν μέσα τους υπερασπίζονται το σύστημα
κάτω από το οποίο εργάζονται σε συνθήκες εκμετάλλευσης.
Από την άλλη, δεν χρειάζεται απαραίτητα τα πράγματα να είναι
έτσι.
Δεν υπάρχει τίποτα ιερό στη σύμβαση εργασίας που να την
προστατεύει από την αμφισβήτηση, που να την εδραιώνει αιώνια ως την μόνη μορφή
οικονομικής οργάνωσης. Ως εργαζόμενοι μπορούμε να κατανοήσουμε τη δυστυχία μας και την απογοήτευση μας όχι ως
ένα ψυχολογικό πρόβλημα που απαιτεί Prozac, αλλά μάλλον ως μια ανθρώπινη,
φυσική απάντηση σε μια επιβεβλημένη, καταπιεστική σχέση. Μπορούμε να
οραματιστούμε έναν καλύτερο τρόπο εργασίας, και μπορούμε να το κάνουμε τώρα,
σήμερα, εδώ, στη ζωή μας. Έτσι, μπορούμε να εξαλείψουμε το σύστημα της μισθωτής
σκλαβιάς. Μπορούμε να το υπονομεύσουμε και να το αντικαταστήσουμε με πιο ελεύθερους
τρόπους εργασίας.
Πώς θα έμοιαζε ένας καλύτερος τρόπος εργασίας;
Θα έμοιαζε περισσότερο με αυτό που τώρα ονομάζουμε “παιχνίδι”
παρά με μια δουλειά. Αυτό δεν σημαίνει ότι θα ήταν κάτι εύκολο, καθώς το
παιχνίδι μπορεί να είναι δύσκολο και προκλητικό, όπως βλέπουμε συχνά στα σπορ
που κάνουμε για διασκέδαση. Θα ήταν μια συνθήκη αυτο- διαχειριζόμενη, βασισμένη
στην επιθυμία μας και την ελεύθερη επιλογή μας. Αυτό σημαίνει ότι η εργασία θα
πρέπει να αποσυνδεθεί από το μισθολογικό σύστημα, γιατί από τη στιγμή που
κάποιος πληρώνεται για να κάνει κάτι αμέσως γίνεται υποχείριο αυτού που τον
πληρώνει.
Όπως σημείωσε ο Alexander Berkman: «η εργασία και τα προϊόντα της πρέπει να
διατίθενται χωρίς τιμή, χωρίς κέρδος, ελεύθερα ανάλογα με την ανάγκη», Η
δουλειά θα γίνεται επειδή είναι επιθυμητή, όχι επειδή είναι εξαναγκαστική.
Ακούγεται αδύνατο; Καθόλου. Αυτό το είδος εργασίας γίνεται τώρα, ήδη, από τους
περισσότερους από εμάς σε καθημερινή βάση για ένα σωρό πράγματα. Είναι το κάθε
είδος δραστηριότητας που επιλέγουμε να κάνουμε μετά από τις οκτώ ή τις δέκα
ώρες που σπαταλάμε για κάποιον άλλον στην αμειβόμενη εργασία μας. Το βιώνουμε
κάθε φορά που κάνουμε κάτι που αξίζει τον κόπο χωρίς να περιμένουμε κάποια
ανταμοιβή, κάθε φορά που αλλάζουμε πάνα σε ένα μωρό, διαιτητεύουμε ένα παιχνίδι
ποδοσφαίρου των παιδιών της γειτονιάς, τρέχουμε σε έναν αγώνα με φίλους στο
πάρκο, δίνουμε αίμα, συμμετάσχουμε εθελούσια σε ένα κοινωνικό κίνημα, μια
πολιτική ομάδα ή μια τοπική συνέλευση, κάθε φορά που συμβουλεύουμε έναν φίλο,
γράφουμε ένα ενημερωτικό σχόλιο, μαγειρεύουμε ένα γεύμα για τους αγαπημένους
μας ανθρώπους ή κάνουμε μια χάρη σε έναν άγνωστο.
Συμμετέχουμε σε αυτή την υπόγεια ελεύθερη οικονομία όταν
μαθαίνουμε κάτι σε κάποιον, διδάσκουμε, καθοδηγούμε, χτίζουμε, χορεύουμε,
φροντίζουμε ένα μωρό, γράφουμε ένα ποίημα ή προγραμματίζουμε έναν υπολογιστή
χωρίς να πληρωθούμε. Πρέπει να προσπαθήσουμε να διευρύνουμε αυτούς τους τομείς
δωρεάν εργασίας ώστε να καλύπτουν όλο και περισσότερο από τον χρόνο μας, ενώ ταυτόχρονα
(εάν έχουμε δουλειά) προσπαθούμε να αλλάξουμε τις δομές κυριαρχίας στον
αμειβόμενο χώρο εργασίας μας όσο το δυνατόν περισσότερο.
Η ανταλλαγή, ενώ εμφανίζεται επιφανειακά ως πρόκληση για το
μισθολογικό σύστημα, εξακολουθεί να δεσμεύεται από τις ίδιες σχέσεις
κυριαρχίας. Το να πω ότι θα βάψω ολόκληρο το σπίτι σου, αν μαγειρεύεις τα
γεύματά μου για ένα μήνα, φέρνει και τους δυο μας σε μια κατάσταση που πρέπει
να εγκαταλείψουμε τον αυτοπροσδιορισμό μας κατά τη διάρκεια της ανταλλαγής.
Διότι αν πρέπει να βάψω το σπίτι σου για την δική σου
ικανοποίηση και εσύ πρέπει να φτιάχνεις τα γεύματά μου ικανοποιώντας εμένα, με
αυτό τον τρόπο καταστρέφουμε το αυτεξούσιο και των δύο μας, εκμηδενίζουμε τον
δημιουργικό αυθορμητισμό μας που είναι απαραίτητος για την ελεύθερη έκφραση της
βούλησης. Η ανταλλαγή επίσης μας υποχρεώνει να υπολογίσουμε και να
καταμετρήσουμε πόσο αξίζει ο χρόνος μου που διαθέτω για εσένα και πόσο ο χρόνος
σου που προσφέρεις σε εμένα, προκειμένου η ανταλλαγή να είναι δίκαιη και
ίση. Ο Alexander Berkman ανέδειξε αυτό το πρόβλημα με το ερώτημα, «γιατί
να μην λάβει ο καθένας ανάλογα με την αξία της δουλειάς του;», και στο οποίο
απαντά:
“Αυτό δεν μπορεί να υπολογιστεί γιατί δεν υπάρχει τρόπος με
τον οποίο να μπορεί να μετρηθεί η αξία. Αξία είναι ό,τι αξίζει ένα πράγμα… Τι
και πόσο αξίζει ένα πράγμα όμως, κανείς δεν μπορεί πραγματικά να το πει. Οι
πολιτικοί οικονομολόγοι ισχυρίζονται γενικά ότι η αξία ενός εμπορεύματος είναι
η ποσότητα εργασίας που απαιτείται για την παραγωγή του, η ποσότητα «κοινωνικά
αναγκαίας εργασίας», όπως λέει ο Μαρξ. Αλλά προφανώς αυτό δεν είναι ένα απλό
πρότυπο μέτρησης. Ας υποθέσουμε ότι ένας ξυλουργός δούλεψε τρεις ώρες για να
φτιάξει μια καρέκλα κουζίνας, ενώ ένας χειρουργός χρειάστηκε μόνο μισή ώρα για
να κάνει μια επέμβαση που σας έσωσε τη ζωή. Εάν η ποσότητα της εργασίας που
χρησιμοποιείται καθορίζει την αξία, τότε η καρέκλα αξίζει περισσότερο από τη
ζωή σας. Προφανής ανοησία, φυσικά. Ακόμα κι αν συνυπολογίσεις τα χρόνια σπουδών
και εξάσκησης που χρειάζεται ο χειρούργος για να μπορέσει να πραγματοποιήσει
μια επέμβαση, πώς θα αποφασίσουμε δίκαια τελικά τι αξίζει «μια ώρα
χειρουργείο»; Ο ξυλουργός και ο μάστορας έπρεπε επίσης να εκπαιδευτούν για να
μπορέσουν να κάνουν σωστά τη δουλειά τους, αλλά δεν τα φαντάζεσαι αυτά τα
χρόνια μαθητείας όταν συνάπτεις μια συμφωνία για κάποια εργασία μαζί τους.
Εξάλλου, πρέπει επίσης να ληφθεί υπόψη η ιδιαίτερη τεχνική και πρακτική
ικανότητα που πρέπει να ασκήσει ο κάθε εργάτης, συγγραφέας, καλλιτέχνης ή
γιατρός στις εργασίες του. Αυτός είναι ένας καθαρά ατομικός, προσωπικός
παράγοντας. Πώς θα εκτιμήσουμε την αξία του;
Γι’ αυτό η αξία δεν μπορεί να προσδιοριστεί. Το ίδιο πράγμα
μπορεί να αξίζει πολύ για έναν άνθρωπο ενώ δεν αξίζει τίποτα ή πολύ λίγο για
έναν άλλον. Μπορεί να αξίζει πολύ ή λίγο ακόμα και για το ίδιο άτομο, σε
διαφορετικές χρονικές στιγμές. Ένα διαμάντι, ένας πίνακας ζωγραφικής, ένα
βιβλίο μπορεί να αξίζουν πολλά για έναν άνθρωπο και πολύ λίγα για έναν άλλον.
Ένα καρβέλι ψωμί σίγουρα αξίζει πολύ όταν πεινάς και πολύ λιγότερο όταν δεν
είσαι πεινασμένος. Επομένως η πραγματική αξία ενός αντικειμένου ή μιας
δραστηριότητας δεν μπορεί να εξακριβωθεί αφού μιλάμε πάντα για άγνωστες
ποσότητες και μεταβαλλόμενα χαρακτηριστικά”.(3)
Σε ένα σύστημα ανταλλαγής, για να είναι δίκαιη μια ανταλλαγή,
η αξία των ανταλλασσόμενων αγαθών και υπηρεσιών πρέπει να είναι ίση. Ωστόσο, η
πραγματική αξία είναι άγνωστη ή αυθαίρετη, επομένως η περίπτωση μιας δίκαιης
ανταλλαγής καταρρέει για πρακτικούς λόγους.
Η αύξηση του όγκου της δωρεάν εργασίας στη ζωή μας απαιτεί να
έχουμε συνείδηση των καταστροφικών επιπτώσεων του χρήματος και της
ανταλλαγής. Έτσι, φροντίστε να κάνετε baby-sit στα παιδιά του φίλου σας όχι για
χρήματα, αλλά επειδή θέλετε να το κάνετε. Διδάξτε σε κάποιον πώς να μιλάει μια
δεύτερη γλώσσα, βοηθήστε την συγγραφή ενός δοκίμιου κάποιου ή προπονήστε μια
ομάδα για την απλή ευχαρίστηση της συμμετοχής σας σε αυτήν ακριβώς τη
δραστηριότητα. Απολαύστε το να δίνετε και το να βοηθάτε σαν ένα παιχνίδι, χωρίς
να περιμένετε τίποτα σε αντάλλαγμα. Κάντε τα όλα, πάντα, επειδή θέλετε, όχι
επειδή πρέπει.
Αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να καταργήσουμε τις υποχρεώσεις,
αλλά μόνο ότι αυτές οι υποχρεώσεις πρέπει να αναλαμβάνονται με την δικιά μας
απόφαση. Πρέπει να αναλάβουμε δωρεάν δουλειά και υπευθυνότητα σε ένα σοβαρό
ζήτημα, διαφορετικά τα όνειρα μας για έναν καλύτερο κόσμο θα εκφυλιστούν σε
χάος.
Ο Robert Graham σκιαγραφεί τα χαρακτηριστικά των
υποχρεώσεων που αναλαμβάνονται χωρίς καταναγκασμό ή εκβιασμό, αλλά με την δικιά
μας ανάληψη ευθύνης:
“Οι υποχρεώσεις που αναλαμβάνουμε με προσωπική ανάληψη
ευθύνης δεν είναι «δεσμευτικές» με την ίδια έννοια που είναι οι νόμοι ή οι
εντολές. Ένας νόμος ή μια εντολή είναι δεσμευτική με την έννοια ότι, η πιθανή
ανυπακοή σου επισύρει την εφαρμογή κάποιου είδους καταναγκαστικής κύρωσης προς
εσένα από την άρχουσα τάξη που εκδίδει αυτό το νόμο ή δίνει αυτή την εντολή. Όμως,
ο δεσμευτικός χαρακτήρας του δικαίου δεν περιλαμβάνεται στην ίδια την έννοια
του νόμου. Εξαρτάται πάντα από εξωτερικούς παράγοντες, όπως η νομιμότητα της
αρχής που τον εφαρμόζει και τον επιβάλλει. Μια υπόσχεση, σε αντίθεση με έναν
νόμο, δεν επιβάλλεται στο άτομο που την δίνει. Το περιεχόμενο μιας υποχρέωσης
ορίζεται από το ίδιο το πρόσωπο που την αναλαμβάνει και όχι από μια εξωτερική
αρχή”.
Το να υπόσχεσαι, λοιπόν, σημαίνει να υποχρεώνεις τον εαυτό
σου να δεις τα πράγματα μέσα από μια δραστηριότητα, αλλά η εκπλήρωση της
υποχρέωσης εξαρτάται από το άτομο που έδωσε την υπόσχεση αυτή εξαρχής, και η μη
εκπλήρωση δεν φέρει καμία εξωτερική κύρωση πέρα από, ίσως, την απογοήτευση
(και τον κίνδυνο ότι οι άλλοι θα αποφύγουν να αλληλεπιδράσουν με αυτόν που
συνήθως αθετεί τις υποσχέσεις του). Η ελεύθερη εργασία, επομένως, είναι ένας
συνδυασμός εθελοντικού παιχνιδιού και ατομικής ανάληψης υποχρεώσεων. Σημαίνει
να κάνεις αυτό που θέλεις και να συνεργάζεσαι με τους άλλους για να το
καταφέρεις.
Αυτός ο τρόπος ζωής εγκαταλείπει το πανίσχυρο δολάριο για την
απόλυτη απόλαυση της δημιουργίας και της αναψυχής. Ο Μπομπ Μπλακ ζητά ποιητικά
την κατάργηση της εργασίας, κάτι που «δεν σημαίνει ότι πρέπει να σταματήσουμε
να κάνουμε πράγματα. Σημαίνει όντως δημιουργία ενός νέου τρόπου ζωής βασισμένου
στο παιχνίδι… Με το «παιχνίδι» εννοώ επίσης τη γιορτή, τη δημιουργικότητα, τη
φιλικότητα, τον ανοιχτό, κοινωνικό χαρακτήρα, και ίσως ακόμη και την τέχνη.
Υπάρχουν πολλά περισσότερα παιχνίδια να παίξουμε από τα απλά παιδικά παιχνίδια,
όσο πιο άξιοι γινόμαστε για αυτό. Καλώ σε μια συλλογική περιπέτεια, την
γενικευμένη χαρά και την ελεύθερη, αλληλοεξαρτώμενη πληθωρικότητα.»
Πρέπει να αυξήσουμε τον όγκο της δωρεάν δουλειάς στη ζωή μας
κάνοντας ό,τι θέλουμε, μόνοι και με άλλους, είτε αυτό είναι δημιουργική
ενασχόληση, υψηλή τέχνη ή απλή φροντίδα. Πρέπει να απομακρυνθούμε από τη λογική
της ανταλλαγής με όρους επιβολής : “Θα το κάνω αυτό για σένα αν το κάνεις αυτό
για μένα”. Ακόμη και εκτός των επίσημων ωρών εργασίας μας, η φιλοσοφία της
σύμβασης και της ανταλλαγής διαποτίζει τους τρόπους αλληλεπίδρασής μας με τους
άλλους. Αυτό είναι προφανές όταν κάνουμε μια χάρη σε κάποιον – τις περισσότερες
φορές, οι άνθρωποι αισθάνονται άβολα, εκτός και αν μπορούν να ανταποδώσουν τη
χάρη με κάποιο τρόπο, να δώσουν τουλάχιστον ένα χαμόγελο. Πρέπει να
αντισταθούμε σε αυτή την αίσθηση ότι πρέπει να ανταλλάσσουμε χάρες. Αντίθετα,
πρέπει να είμαστε ικανοί να ενεργούμε με τρόπους που επιβεβαιώνουν τις δικές
μας επιθυμίες και κλίσεις. Αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να είμαστε τεμπέληδες ή
νωθροί (αν και μερικές φορές μπορεί να χρειαστεί να είμαστε και έτσι), αλλά
μάλλον απαιτεί αυτοπειθαρχία. Η ελεύθερη εργασία απαιτεί πραγματικά μεγάλη
αυτοπειθαρχία, καθώς δεν υπάρχει εξωτερική δύναμη που να μας υποχρεώνει να
εργαστούμε, αλλά μόνο η δική μας εσωτερική επιθυμία να συμμετέχουμε σε μια
δραστηριότητα που παρακινεί και προκαλεί τη συμμετοχή μας.
Ενώ βαδίζουμε προς έναν πιο ελεύθερο κόσμο επιβεβαιώνοντας
συνειδητά τη δωρεάν εργασία μας έξω από την αγορά, μπορούμε συνάμα να δρούμε
διαφορετικά ακόμα και εκείνες τις ώρες που πληρωνόμαστε για να εργαστούμε. Όταν
έχουμε επίγνωση του γεγονότος ότι, πουλώντας την εργασία μας πουλάμε
στην πραγματικότητα τον εαυτό μας, αποκτάμε μεγαλύτερη αυτογνωσία. Αυτή η
αυτογνωσία είναι δύναμη, καθώς το πρώτο βήμα για την αλλαγή μιας κατάστασής
είναι η κατανόηση της πραγματικής φύσης αυτής της κατάστασης. Μέσω αυτής της
κατανόησης, μπορούμε να αναπτύξουμε στρατηγικές για την αμφισβήτηση του
συστήματος μισθωτής κατοχής σκλάβων.
Για παράδειγμα, κάθε φορά που αγνοούμε το αφεντικό και
κάνουμε αυτό που θέλουμε, δημιουργούμε μια μίνι επανάσταση στο χώρο εργασίας.
Κάθε φορά που κλέβουμε μια στιγμή ευχαρίστησης στη δουλειά, βλάπτουμε το
σύστημα της μισθωτής σκλαβιάς. Κάθε φορά που υπονομεύουμε την ιεραρχική δομή
της λήψης αποφάσεων στο χώρο εργασίας παίρνουμε μια γεύση της αυτοεκτίμησής
μας. Αυτές οι προκλήσεις μπορούν να προέλθουν από τα κάτω ή από τα πάνω: όσοι
από εμάς επιτυγχάνουν ένα μέτρο δύναμης στον εργασιακό χώρο μπορούμε να θεσπίσουμε
δομικές αλλαγές που ενδυναμώνουν αυτούς που βρίσκονται από κάτω, βασιζόμενοι σε
αρχές όπως η συναινετική λήψη αποφάσεων και η αποκέντρωση. Για παράδειγμα, ως
δάσκαλοι μπορούμε να εισαγάγουμε τους μαθητές στην ιδέα της συναίνεσης
χρησιμοποιώντας μια τέτοια μέθοδο για τη λήψη σημαντικών αποφάσεων στην τάξη.
Όσοι από εμάς διευθύνουμε επιτροπές ή ομάδες εργασίας μπορούμε να υποστηρίξουμε
θεσμικές δομές, πολιτικές και συντάγματα που αποκεντρώνουν την εξουσία. Φυσικά,
το μισθολογικό σύστημα είναι εγγενώς διεφθαρμένο και δεν μπορεί να αναμορφωθεί.
Ωστόσο, μπορούμε να το κάνουμε πιο υποφερτό ενώ ταυτόχρονα προσπαθούμε να το
καταστρέψουμε.
Και σίγουρα πρέπει να το καταστρέψουμε.
Εάν η ατομική ταυτότητα κάποιου βασίζεται στην εργασία του –
και η εργασία βασίζεται σε μια σύμβαση εργασίας – και η σύμβαση εργασίας είναι
ένα ψέμα, τότε οι ίδιες οι ατομικές μας ταυτότητές έχουν τη βάση τους σε ένα
ψέμα.
Επιπλέον, η αγορά κινείται προς μια ολοένα αυξανόμενη
εκμεταλλευτική μορφή εργασίας, καθώς πλέον το πενήντα τοις εκατό του εργατικού
δυναμικού απασχολείται στην “προσωρινή εργασία” — μια μορφή δουλειάς που
επιτρέπει ακόμη λιγότερο αυτοκαθορισμό από τη μόνιμη, πλήρη απασχόληση. Ο Μπομπ
Μπλακ έχει δίκιο όταν διακηρύσσει ότι «κανείς δεν πρέπει να δουλεύει
ποτέ».
Ποιος ξέρει τι είδους δημιουργική, ωφέλιμη δραστηριότητα θα
απελευθερώναμε αν ήμασταν ελεύθεροι να κάνουμε αυτό που επιθυμούμε; Τι μορφές
κοινωνικής οργάνωσης θα δημιουργούσαμε αν δεν μας έπνιγε μέρα με τη μέρα ο
εκβιασμός της αγγαρείας; Για παράδειγμα, πώς θα ήταν η ημέρα της γυναίκας αν
καταργούσαμε το μισθολογικό σύστημα και το αντικαθιστούσαμε με αμοιβαίες,
δημόσιες, δωρεάν και εθελοντικές δραστηριότητες φροντίδας; Ο Μπόμπ Μπλάκ
υποστηρίζει ότι «με την κατάργηση της μισθωτής εργασίας και την επίτευξη
πλήρους ανεργίας υπονομεύουμε τον έμφυλο καταμερισμό της εργασίας», που είναι η
βάση του σύγχρονου σεξισμού.
Πώς θα έμοιαζε ένας κόσμος που ενθαρρύνει τους ανθρώπους να
είναι δημιουργικοί και να αναλαμβάνουν ευθύνες, που θα γιορτάζει την απόλαυση
και την ψυχική ολοκλήρωση; Ποιες θα ήταν οι συνέπειες του να ζεις σε έναν κόσμο
όπου, αν συναντούσες κάποιον άγνωστο και σε ρωτούσε “με τί ασχολείσαι”, θα
μπορούσες να απαντήσεις με χαρά «ασχολούμαι με αυτό, εκείνο και το άλλο πράγμα»
αντί να πεις « δεν ασχολούμαι με τίποτα»;
Αυτός είναι ο κόσμος που μας αξίζει.
*Η L. Susan Brown είναι κάτοχος Ph.D. από το
Πανεπιστήμιο του Τορόντο.
Πηγή: Void Network
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου