Μια "όμορφη" βόλτα...
Και η πλάκα, αγαπητοί συντοπίτες μου, σε τούτο τον τόπο των παγκόσμιων ρεκόρ και τα πάντα πληρών και των ευρωπαϊκών πρωτιών, συνεχίζεται ακάθεκτη.
Προχθές, λοιπόν, που λέτε, ήρθε η ώρα να κάμω τη δεύτερη δόση του εμβολίου. Έβαλα τα καλά μου, εφόρεσα το καπελάκι μου, επήρα το μπαστούνι μου και από κοντά με τη γριά αλά μπρατσέτα, κούτσα-κούτσα, φτάσαμε στο κέντρο υγείας. Εκεί απ' όξω επεριμένανε 30 νοματαίοι κάτω από μία άσπρη ομπρέλα σαν τα αυγά κάτω από τη κλώσα. Ετοποθέτησα το μπαστούνι καλά καλά στο έδαφος και οπλίστηκα με υπομονή για το περίμενε. Δεν πρόκαμαν να περάσουν δυο δεύτερα του λεπτού της ώρας κι άρχισε η γριά να με σκουντά:
- Και τι θα γίνει τώρα, θα περιμένουμε εδώ μέχρι αύριο;
- Δε βλέπεις ότι όλος ο κόσμος περιμένει...
- Μπορεί να είναι για άλλες δουλειές εδώ!
- Τι άλλες δουλειές εδώ, αφού έχουν έρθει όλοι για το εμβόλιο!!!
Τέλος πάντων, να μη σας τα πολυλογώ, με αφήνει σύξυλο πάνω στο μπαστούνι μου κάτω απ' το καπέλο μου και όξω απ' την ομπρέλα και μ' ένα σάλτο περνά από όλους και μπαίνει μεσ' στο κτήριο. Μετά από ούτε ένα λεπτό τη βλέπω πάλι να στέκεται στο πλατύσκαλο και να με φωνάζει τσιριχτά:
- γέρο, έλα μέσα, καημένε...
Τι να κάμω κι εγώ ο δύσμοιρος, κατεβάζω το καπελάκι μου όσο πιο χαμηλά ημπόραγα, για να βλέπω και λίγο για να μην πέσω και σκορπίσω σα κρύσταλλο βοδιμίας, περνώ μπροστά από το γραφείο του ιδιωτικού αστυνομικού, ο οποίος ούτε καν σάλεψε από τη θέση του, τύφλα να 'χουν οι δημόσιοι, και μπήκα μέσα στο κέντρο.
Εκεί ήταν μία κοπέλα, μάλλον εθελόντρια θα 'ταν, μου δωκε ένα χαρτί και με προώθησε στα πιο μέσα δωμάτια. Τι να σας τα λέω, αγαπητοί συντοπίτες μου, αν δεν είχα τη γριά μου μαζί, ακόμα εκεί παχάμου δα θα περίμενα σαν το ξερό σύκο όξω απ' την ομπρέλα. Τέλος πάντων, τι να πω... Η οργάνωση του έλληνα είναι περισσευάμενη.
Αφού, λοιπόν, τελειώσαμε με τις τσιμπιές, λέω στη γριά μου:
- Τόσο καιρό έχουμε να βγούμε όξω με όλα αυτά τα μέτρα που μας πήρε, πριν την ώρα μας, ο Ξεχαρβαλιάς, δεν πάμε να πιούμε ένα καφεδάκι;
- Τι το θες το καφέ γέρος άνθρωπος; Ο νους είναι όλο πώς θα σπαταλήσουμε λεπτά, για να χαζεύεις τις ξετσίπωτες τις μικρές που κακό χράι να 'χουνε τα έχουνε πετάξει όλα όξω, εγώ έχω τσι δουλειές μου, δεν είμαι σαν κι εσένα που όλη μέρα κάθεσαι πάνω στη μπαστούνα, έχω να μαγειρέψω, έχω να ποτίσω, έχω να ταΐσω τα ζα...
"Απολαμβάνοντας" τη βόλτα φτάσαμε τελικά σε ένα μαγαζί απέναντι από το λιμάνι. Βρήκα ένα τραπέζι πάνω στη μπούκα του στενού. Έκατσα κι άρχισα να ψάχνω με τα μάτια το γκαρσόνι. Η γριά πού να κάτσει κάτω, δεξιά αριστερά δεν υπήρχε γκαρσόνι, self-service λέει ήτο το μαγαζί. Βρίζοντας πήγε στον πάγκο και μετά από ένα τέταρτο περίπου έρχεται με τους καφέδες στο χέρι μέσα στο πλαστικό. Τέλος πάντων, για να μη σας λέω και πολλά και σας κουράζω, ήπιαμε τον καφέ μαύρο κι άραχνο κυριολεκτικά και δείτε γιατί.
Εκεί που καθόμασταν και ρουφάγαμαν, λοιπόν, ήταν απέναντι αραγμένο ένα καταμαυράν. Ξέρετε, φαντάζομαι, γιατί τα λένε καταμαυράν αυτά τα ταχύπορδα!!! Τα λένε έτσι, γιατί όταν βάλουν μπροστά τις μηχανές μαυρίζουν τα πλεμόνια μας και αρρωσταίνουν τις ψυχές μας. Έτσι κι εκείνο το πρωινό άναψε τις μηχανές ο καπετάνιος και μαύρισε όλη η Παροικιά από το καυσαέριο και την κάπνα. Έγινε το έλα να δεις και μη πάρεις, καπνοί έβγαιναν από παντού, φύσαγε κι ένα ωραίο βοριαδάκι έφερε όλο τον καπνό στη μπούκα του στενού. Ήρθε κι έκατσε η κάπνα πάνω στις μύτες μας και μαύρισε μέχρι και την κρέμα του καφέ... Ο κόσμος περνούσε μπροστά απ΄ το καταμαυράν κι έβριζε υπόκωφα το μαύρο μας το χάλι...
Αφού είδα κι αποείδα, λέω στη γριά:
- Βρε συ μια και είμαστε εδώ παχάμου δα και βλέπουμε αυτή την κατάσταση δεν πάμε μέχρι τους λεβέντες να ρωτήσουμε τι γίνεται με δαύτο;
Άλλο που δεν ήθελε να ακούσει η γριά, με πιάνει από το μπράτσο, δεν πρόλαβα να βάλω κάτω ούτε τη μαγκούρα, κι άρχισε να με τραβά, σαν το ξεσκονόπανο στη σκόνη, γραμμή για τους λεβέντες. Αφού καταφέραμε, λοιπόν, και φτάσαμε στο κιόσκι που ήτανε δύο λεβέντες ίσαμε εκεί πάνω, ξεκινάει η γριά να τους λέει:
- Ξέρεις ότι ήρθαμε να πιούμε ένα καφέ, μαύρη η ώρα, και μαυρίσαμε από το καταμαυράν;
- Ξέρετε, κυρία μου, εμείς δεν μπορούμε να παρέμβουμε, γιατί πρέπει να έρθει εδώ πρώτα μία εταιρεία να μετρήσει τα καυσαέρια που βγαίνουν, να μας βεβαιώσει ότι υπάρχει πρόβλημα και μετά εμείς να κάνουμε αυτό που πρέπει...
Όπως σας έχω ξαναπεί, είμαι φιλήσυχος άνθρωπος, αλλά δεν μπορώ να ακούω και μαλακίες περί εταιρειών και μετρήσεων και βεβαιώσεων, ειδικότερα δε όταν το καταμαυράν είχε μαυρίσει ολάκερη την πόλη κι αυτό φαινόταν δια γυμνού και με καταρράκτη οφθαλμού. Επήρα το λόγο με τη μαγκούρα πάντα καρφωμένη σταθερά στο έδαφος:
- Εγώ λεβέντη μου είμαι 80φεύγα, το που ανάσανα και λίγη μαυρίλα παραπάνω δεν χάλασε ο κόσμος. Εσύ όμως έχεις χρέος, γιατί είναι η δουλειά σου, να μην τα καταπίνεις αυτά για τους πολίτες που περνάνε από κει, για τους εργαζόμενους που κινείστε εδώ μέσα σε αυτό το λιμάνι, για την υγεία και προπάντων το δίκαιο που γονατίζει μπροστά στο κέρδος του εφοπλιστή που τα τσεπώνει.
- Έχεις δίκιο, αλλά, δυστυχώς, δεν μπορώ να κάνω τίποτα. Αν θέλετε όμως εσείς πηγαίνετε στο λιμεναρχείο να καταθέσετε αυτό που είδατε και από κει και πέρα η υπόθεση θα πάρει το δρόμο της.
- Εντάξει λεβέντη μου, απλά να ξέρεις ότι εγώ είμαι 80 και μέχρι να καρφώσω τη μαγκούρα στο δρόμο για να κάνω το πρώτο βήμα θα περάσουν τουλάχιστον πέντε λεπτά. Για υπολόγισε πόσα βήματα θα χρειαστώ να φτάσω στο λιμεναρχείο και πολλαπλασίασέ τα επί την ανημποριά μου και θα καταλάβεις. Αν καταλάβεις...
Τέλος πάντων, να μη σας τα πολυλογώ, χαρούμενοι απ' την ωραία βόλτα μας φτάσαμε στο σπίτι μας σπιτάκι μας εξυμνώντας τον Ξεχαρβαλιά που μας προστάτεψε από την κορονοκόρη και το σόι της...
Σατυρούλης

0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου