Η δημοκρατία δεν έχει αδιέξοδα.
Η ΤΣΙΚΝΑ της προηγούμενης μέρας, είχε
καταλαγιάσει. Ανακατεμένη με τα κατάλοιπα της αμόλυβδης και τα μονοξείδια της
μολυβδομένης, ανέβηκε στους αιθέρες σαν καπνός σε θυσιαστήριο. Μα δε φύσηξε
ούριος άνεμος. Κάτι ούριες μόνο αναθυμιάσεις από τα σκυλιά στις γωνιές των
τσιμεντάδικων που τις λέμε πόλεις και στα στενά τους σέρνονται, με όλο και πιο
βαριά βήματα, οι δηλωσίες του 6, για να πάρουν αέρα τα πατικωμένα πνευμόνια. Και
πάλι καλά. Χαρά στον που έχει σκύλο και πορεύεται. Όχι πως δεν υπάρχουν άλλοι
κωδικοί. Η δημοκρατία δεν έχει αδιέξοδα.
Οι δηλωσίες του μπρόκολου και της πατάτας ανηφόριζαν, με ακόμη πιο βαρύ βηματισμό απ’ τη λαϊκή και καθώς αγκομαχούσαν, η μάσκα φούσκωνε στην εκπνοή και η εκπνοή, ζεστή με όλα τα απόβλητα του διοξειδίου του άνθρακα, της συμπυκνωμένης τσιγαρίλας πάνω το φαιοκίτρινο μουστάκι και το ρέψιμο απ’ τα καψαλισμένα κοψίδια του τελευταίου εσώκλειστου εορταστικού ντερλικώματος, ξαναγινόταν εισπνοή.
Δυο γεροντάκια με στραπατσαρισμένες από
τη χρήση, ιατρικές μάσκες μιας χρήσης, ανηφόριζαν αγκομαχώντας δίχως σκύλο και
μπρόκολα. Και γι αυτούς η δημοκρατία πρόβλεψε να μην έχει αδιέξοδα. Οι δηλωσίες
Νο 1, έσερναν βαρύ το βήμα, όπως έκαναν οι Μακρονησιώτες κουβαλώντας κοτρώνες
στην κορφή του βουνού, ώσπου να αναμορφωθεί η συνείδησή τους.
- Η λαϊκή της Δευτέρας είναι μετά την
πόρτα; Ρωτάει ο ένας.
- Ποια πόρτα; Ρωτάει ο άλλος
- Εκείνη ντε τη μαρμάρινη πόρτα στην
Ούλοφ Πάλμε που γράφει «Καλώς ορίσατε στο δήμο Ζωγράφου»
- Ναι, ξεκινά πέντε μέτρα μετά την
πόρτα.
- Ε τότε πέφτει στο Δήμο Αθηναίων. Να
προσέχεις, Βρασίδα. Είναι παράνομο να περάσεις την πόρτα άλλου δήμου. Ένα
πρόστιμο στο έβγα κι ένα στο έμπα και πάει η σύνταξη.
- Γιατί, δυο πόρτες έχει η ζωή;
Η νεκροφόρα ήταν σταματημένη στο Νο 22.
Απ’ την είσοδο βγήκαν δυο μαυροφορεμένες γυναίκες κλαίγοντας.
- Έστειλες μήνυμα, μαμά; είπε η νεότερη;
Η άλλη γυναίκα δεν απάντησε.
- Πήρες μαζί σου χαρτί; Ρώτησε ξανά η
κόρη επιταχτικά.
Η γυναίκα έβγαλε από την τσέπη της
τσαλακωμένα χαρτομάντηλα.
- Ρε μαμά, έλεος! Όχι χαρτί για μύξες
και κλάματα. Χαρτί, δήλωση, πώς το λένε;
- Που να λέει τι;
- Ω, μωρέ μαμά, ότι πάμε να κηδέψουμε
τον μπαμπά.
- Τι άλλο θα κάναμε συνοδεύοντας μια
νεκροφόρα;
- Μα τι σημασία έχει, ρε μάνα; Να κι
εκείνη η κυρία κρατάει ένα σκυλάκι αλλά έκανε δήλωση, που λέει ότι βγήκε με το
σκυλάκι.
Ο Βρασίδας, σταυροκοπήθηκε περνώντας
μπροστά απ’ το Νο 22.
- Από καρδιά; Ρώτησε την πιο νέα
μαυροφορεμένη.
- Έπαθε έμφραγμα αλλά το πιστοποιητικό
λέει covid.
"Πάλι καλά", σκέφτηκε ο
Βρασίδας. "Εχουν θεραπευτεί όλοι από καρκίνο και καρδιά. Πού θα πάει κάτι
θα βρεθεί και γι αυτη την ασθένεια".
"Όχι εδώ" Είπε επιτακτικά η
κυρία με το σκυλάκι που δεν είχε καμιά σχέση με τον Τσέχωφ αλλά απέτρεψε το
αγενές ζωντανό από το παράθυρο του υπογείου. Ήξερε πως στην κάμαρη του κάτω
κόσμου ζούσε η κυρά Λένη με τον κατάκοιτο.
Πάνω απ’ το παράθυρο της υπόγας, που
ήταν μισό πάνω από τη γη και μισό κάτω από την άσφαλτο, φιγουράριζε μια αφίσα,
με το πορτραίτο υπέρκομψης του γνωστού γένους των Βρυκολιδών με ντεκαπαρισμένο
μαλλί, που διαφήμιζε τη μέρα της γυναίκας. Κατέβασε την αφίσα και μάζεψε με το
τσαλακωμένο χαρτί το αχνιστό ακόμα σκατό του αγενούς σκύλου. Η κυρία με το
σκυλάκι ένοιωσε μια αναγούλα, όχι απ’ το αχνιστό ακόμα περίττωμα του άλογου
ζώου, μα από κάτι σα βαρυστόμαχο φεμινισμό.
Ένας δεκαπεντάχρονος στη γωνία είχε
κατεβάσει τη μάσκα και μιλούσε στο κινητό. Είχε μια περίεργη διχρωμία στο
πρόσωπο. Ζωηρή μεσογειακή μελαχροινάδα από τη μύτη και πάνω και απ τη μύτη και
κάτω, νεκρική ασπράδα νεοαφιχθέντος Σκανδιναβού.
"Γαμώ το μπελά μου, μαλάκα μου. Δε
γίνεται να μη βρεθούμε όσο κρατάει το διαδημοτικό λοκντάουν. Θα δηλώσω 4. Αν σε
πάρουν τηλέφωνο, πες πως είσαι η θεία Ευτέρπη κι έχεις πάθει λουμπάγκο. Μην
ξεχάσεις να κάνεις τη φωνή σου να τρέμει. Και πού ‘σαι, μαλάκα μου, μην
αναρτήσεις τίποτα μαλακίες με τις απαγορευμένες λέξεις, θα φας κόψιμο απ’ το
Μοσχάτο"
Η κυρία Νο 6 απόθεσε τη φεμινιστική
αφίσα στον ξέχειλο, από ντελίβερι αποφάγια της τσικνισμένης παράδοσης, κάδο των
σκουπιδιών κι επειδή ένιωσε να θολώνει το βλέμμα της από την εκπνεόμενη εισπνοή
που δεν έβρισκε διέξοδο, έβγαλε τα γυαλιά ηλίου. Κράτησε όμως τη μάσκα. Δεν ήθελε να εκθέσει σε δημόσια θέα τη
διχρωμία της μούρης που έχουν οι ταξιτζήδες το καλοκαίρι στο αριστερό μπράτσο.
"Πρέπει απλώς να χρησιμοποιώ δυο
διαφορετικά χρώματα μέικ απ", σκέφτηκε.
Η δημοκρατία δεν έχει αδιέξοδα.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου