Η "Αγκίδα" είναι μια ΑΓΚΙΔΑ στο μάτι του κατεστημένου._

Τρίτη 25 Ιουλίου 2017

Πάρος 2017 και... χωρίς ψωμί.



Αγαπημένοι συντοπίτες, φαντάζομαι δεν έχετε κανένα παράπονο; Όλα πηγαίνουν πρίμα στον τόπο μας. Όπως λέμε κι εμείς οι παραδοσιακοί παλαιοί, «όλα πηγαίνουν δεξιά, δόξα να ‘χει ο πανάγαθος».

                Το καλοκαιράκι μας μπήκε για τα καλά, με ζέστες, δροσιές και πολλούς καλούς αλλοδαπέους. Τουρισταριό απ’ τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα. Ημίθεοι και θεές από τις μεγάλες χώρες με όλα τα χαρτιά καθαρά γραμμένα, όχι σαν τους άλλοι τους ξεσπιτωμένοι που πνίγονται, για να ‘ρθουν απ’ τα ερείπια των χωρών τους και μας λερώνουν με τα κουφάρια τους τα καταγάλανα  με τις πολλές σημαίες νερά μας. Όμως κι εμείς ε; Προετοιμασμένοι για να τους υποδεχτούμε με χαρές και με τραγούδια. Όλα για πάρτη τους. Όποια πέτρα κι αν σηκώσεις, τουριστοϋπηρεσία θα έβρεις από κάτω. Καταλύματα χτισμένα μέχρι τις άκρες του γιαλού και των βουνοκορφών. Μαγαζά πάνω στην άμμο με μουσικές που ακούγονται ολούθε και παντού, όλες τις ώρες. Ακόμα κι αυτές που ήρεμα θες να ξαποστάσεις από το φως της μέρας. Καράβια κάθε τέταρτο, αερόπλανα κάθε ώρα με εισιτήρια φωτιά, - αλήθεια ορέ συντοπίτες, που είναι εκείνα τα δεκαενιάνευρα αερόναυλα των καλών εταιριώνε; - νοικιασμένες λαμαρινόροδες παντού έτοιμες να τσουλίσουν τους αδηφάγους καλούς, αυτή τη φορά, αλλοδαπέους που έρχονται από τα ξένα, προετοιμασμένοι να ξεσαλώσουν σε ξέφραγο αμπέλι με τις ευλογίες των αρχών. Γιατί για Έλληνες μην ψάχνετε, αυτοί καλά περνάνε και στο σπίτι τους. Έτσι κι αλλιώς όλο το χρόνο κάθονται, καθότι και άνεργοι, οι χαραμοφάηδες, οι τεμπέληδες, που θέλουν και διακοπές!!!
                Κι ενώ το τουρισταριό ανθεί κι όλα πάνε καλά και γιομίζουν οι τσέπες, άλλες για το ξεροκόμματο, άλλες δήθεν για το ξεροκόμματο κι άλλες για το παντεσπάνι, εμείς, οι δικοί που λένε, καταντήσαμε φιλοξενούμενοι στο τόπο μας, στο ίδιο μας το σπίτι μα θες. Προψές ένα φίλος, που βαστούν ακόμα τα ποδάρια του, εβγήκε βόρτα στα μαγαζά και, όταν γύρισε, μου μετέφερε τούτο. Άσε ρε πάππου, επήγα σ’ ένα κατάστημα πο ‘χε απλώσει σανίδια πάνω στην άμμο κι είχε από πάνω απ’ τα σανίδια τραπέζα δέκα και καρέκλες περισσότερες γύρω τζου και πάνω στα τραπέζα είχε ‘να ταμπελάκι που ‘γραφε ξενικά «ρεζέρβα». Εκάθισα στο πρώτο με σηκώσανε, εκάθισα στο δεύτερο πάλι με σηκώσανε. Εκοντοστάθηκα λίγο μπροστά στο τρίτο που ήτανε χωστό κι απόκατσα. Δεν είχε τίποτα απάνω του. Σαν ήρθε η σερβιτόρα να πάρει ορμίνια δεν άντεξα και τη ρώτησα. Μα καλά, ρε κοπελούδα μ, βάλατε τις ρεζέρβες μπροστά που δεν μπορούν να σηκώσουν ούτε εμένα και το καλό εδώ πίσω; Παρήγγειλα μια σαρδέλα κι ένα καρτούτσο ρετσίνα. Οσονούπω οι ρεζέρβες γεμίσανε με ξένοι που άνετα καθόνταν χωρίς να τους ενοχλεί κανείς. Φαίνεται τα κιλά σ’ αυτούς αλλιώς μετρούν. Πιάτα πήγαιναν και ερχόντουσαν, μέταλλα χτυπούσαν σε πορσελάνες, στόματα άνοιγαν και έκλειναν, λαρύγγια βρέχονταν και χαρούμενα λόγια ξεστομίζονταν από γεμάτα στόματα και στομάχια. Μα θες, μέσα σ’ αυτό το φαγοπότι, ήρθε και η σαρδέλα μου, μονάχη χωρίς ψωμί και το κρασί μου κι αυτό μονάχο χωρίς νερό. Την έφαγα σιγά σιγά να την απολάψω και το καρτούτσο γουλιά γουλιά κι αυτό για να κρατήσει. Έλα όμως που η ρουφιάνα η ζωή αλλιώς μας τα ζωγραφίζει! Μια απ’ τις λιγοστές πιρουνιές της σαρδελούλας έκρυβε ένα λέπι που στο λαιμό μου ήρθε με επιμονή να κάτσει. Ψωμί δεν είχα, ούτε νερό να καταπιώ. Με μιας άδειασα το καρτούτσο στον ταλαίπωρο λαιμό μου μπας κι ανακουφιστώ. Ο βήχας πήγε οργιό, πάει το καρτούτσο με τη μία, έμεινε και η μισή η σαρδελούλα γ@μώ το λέπι τζη. Όμως όλα καλά. Έδωκα τη σύνταξή μου ούλη για πλερωμή κι έφυγα κύριος.

Αριστοφάνειος Επάκτιος                  

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ετικέτες

Αρχείο

Πρωτοσέλιδα

Από το Blogger.