Η καφρίλα του ραγιά είναι χειρότερη ακόμα κι απ' το...
Όχι επειδή υπάρχει κρίση.
Όχι επειδή οι δουλειές είναι δύσκολες.
Αλλά επειδή ζω σε μια χώρα που οι συμπατριώτες μου μάλλον δεν αγαπούν τελικά, μιας και αγάπη χωρίς σεβασμό δεν υπάρχει. Δεν μιλώ για τους φοροφυγάδες, τους επαγγελματίες συνδικαλιστές, τα πάσης φύσεως λαμόγια.
Μιλώ για μια πολύ μεγαλύτερη, φοβάμαι, μάζα.
Που κοιτάζει αποκλειστικά και μόνο την πάρτη της, τον παρά της, τον κύκλο της, το σπίτι της, αδιαφορώντας παντελώς για ό τι κοινό.
Που δεν τηρεί κανέναν κανόνα – ούτε κάν τους στοιχειώδεις της καλής συμπεριφοράς – και δεν έχει και κανέναν σκοπό να τους τηρήσει ποτέ. Που περιμένει πάντα από κάποιον άλλον, κάποιον αόριστο τρίτο – συνήθως αυτός λέγεται κράτος όταν δεν λέγεται μαλάκας – να κάνει τα πάντα για λογαριασμό του: απ’το να του βρει δουλειά μέχρι να του καθαρίσει τα σκαλιά όταν χιονίσει.
Είναι κακόγουστος, κακότροπος και κακόπιστος.
Δεν λέει καλημέρα, παρακαλώ κι ευχαριστώ.
Πετάει το σκουπίδι του στον δρόμο.
Καπνίζει στο εστιατόριο γιατί έτσι γουστάρει.
Αγνοεί επιδεικτικά την ουρά στα τυριά κι αν του το υπενθυμίσει κανείς ενοχλείται μεγαλοφώνως.
Βγάζει τον σκύλο βόλτα – αν τον βγάλει – και δεν διανοείται να μαζέψει τα κουραδάκια του.
Το μπαλκόνι του είναι η αποθήκη του και στα παλιά του τα παπούτσια αν εσύ πίνεις καφέ με θέα τη σκεβρωμένη σιδερένια ντουλάπα και δυο σφουγγαρίστρες.
Κτίζει τριόροφο και σε κάθε βεράντα βάζει άλλα κάγκελα – λες και τα πήρε ρετάλια από καλάθι.
Ακούει πως κάτι καλό έγινε κι αντί να χαρεί, ψάχνει να βρει τον λάκο στη φάβα.
Δεν τον θέλω πια στην καθημερινότητά μου.
Έχει καταστρέψει την πατρίδα μου.
Είναι μίζερος και κινδυνεύω να με πάρει μπάλα η μιζέρια του.
Ναι, λοιπόν.
Αν ήμουν δεκαοκτώ, εικοσιοκτώ, τριανταοκτώ, θα ήμουν κολλημένη σ’ενα PC και θα έψαχνα τα job opportunities ανά τον κόσμο.
Θα έφευγα όχι για μια καλύτερη δουλειά, όχι για περισσότερα λεφτά, αλλά για να ξαναβρώ την ποιότητα της καθημερινότητάς μου.
Τις αξίες της οργανωμένης κοινωνίας που θα ήθελα να μάθουν τα παιδιά μου- της συλλογικής εργασίας, της κοινωνικής προσφοράς, του εθελοντισμού.
Τη χαρά του να κυκλοφορώ ελεύθερα στο δρόμο, να παίρνω το λεωφορείο όποτε θέλω και να μου λέει καλημέρα η ταμίας στο σουπερμάρκετ.
Κι ας ήταν γκρίζος ο ουρανός κι ας μην είχε θάλασσα.
Το τίμημα που πληρώνουμε γι’αυτόν τον γαλανό ουρανό είναι τεράστιο.
Δεν είμαι ούτε δεκαοκτώ, ούτε εικοσιοκτώ, ούτε τριανταοκτώ.
Πηγή: Το Μαστίχι
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου